- κατεσκολιωμένως
- κατεσκολιωμένως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Pass. as if from Κατασκολιόω,A crookedly, Antyll. ap. Orib.44.23.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατεσκολιωμένως — (Α) επίρρ. παραμορφωμένα, στρεβλά, κατά τρόπο σκολιό, διεστραμμένο, φαύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατεσκολιωμένος τού κατασκολιούμαι] … Dictionary of Greek
κατεσκολιωμένως — crookedly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)